μυθοπλαστία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυθοπλαστία < ελληνιστική κοινή μυθοπλαστία < αρχαία ελληνική μῦθος + πλάστης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυθοπλαστία θηλυκό
- άλλη μορφή του μυθοπλασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυθοπλαστία
|