μυθοπλάστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυθοπλάστης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυθοπλάστης < αρχαία ελληνική μῦθ(ος) (μυθο-) + -πλάστης (αρχαία ελληνική πλάσσω / πλάττω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.θoˈpla.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐θο‐πλά‐στης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυθοπλάστης αρσενικό
- αυτός που ασχολείται με μυθοπλασίες
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- s.v. «μυθοπλαστία, μυθοπλασία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)