↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἱμάτιον τὰ ἱμάτι
      γενική τοῦ ἱματίου τῶν ἱματίων
      δοτική τῷ ἱματί τοῖς ἱματίοις
    αιτιατική τὸ ἱμάτιον τὰ ἱμάτι
     κλητική ! ἱμάτιον ἱμάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱματίω
γεν-δοτ τοῖν  ἱματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱμάτιον, ήδη τον 5ο αιώνα < εἷμα, εἵματ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον, και γραφή ἷμα (εξωτερικό ρούχο) < *Ϝεσ-μα (θέμα που απαντά και στο ἕννυμι[1] < *ϝέσνυμι]) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- (ντύνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱμάτιον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ιμάτιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.