κίδαρις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κίδαρις < ελληνιστική κοινή κίδαρις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.ða.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κί‐δα‐ρις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίδαρις θηλυκό
- (ενδυμασία) γυναικείο μαντίλι, κάλυμμα του κεφαλιού
- ※ Ἕλλην σιδηροδεμένε καὶ χορεύων! δὲν μὲ λέγεις; / Τὸν ζυγὸν τοῦ Τούρκου θραύων, πῶς τῆς πατρικῆς σου στέγης / Ἔτρεξες μανίαν πνέων τὰ θεμέλια νὰ σείσῃς; / Τὸ σκιάδιον ἠγάπας καὶ τὴν κίδαριν ἐμίσεις;
Μεταφράσεις
επεξεργασία κίδαρις
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- κίδαρις - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίδαρις < ελληνιστική κοινή κίδαρις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίδαρις θηλυκό
- (ενδυμασία) είδος μαντιλιού, καλύμματος του κεφαλιού
Πηγές
επεξεργασία- κίδαρις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κίδαρῐς | αἱ | κιδάρεις | ||||
γενική | τῆς | κιδάρεως | τῶν | κιδάρεων | ||||
δοτική | τῇ | κιδάρει | ταῖς | κιδάρεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κίδαρῐν | τὰς | κιδάρεις | ||||
κλητική ὦ! | κίδαρῐ | κιδάρεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιδάρει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κιδαρέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίδαρις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίδαρις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ενδυμασία) τιάρα, σαρίκι, κάλυμμα κεφαλής Περσών βασιλέων
- (θρησκεία) τουρμπάνι Εβραίων ιεραρχών
- ※ ἀφέλετε τὰ ἱμάτια τὰ ρυπαρὰ ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ἀφῄρηκα τὰς ἀνομίας σου, καὶ ἐνδύσατε αὐτὸν ποδήρη καὶ ἐπίθετε κίδαριν καθαρὰν ἐπὶ τήν κεφαλὴν αὐτοῦ. καί περιέβαλον αὐτὸν ἱμάτια καὶ ἐπέθηκαν κίδαριν καθαρὰν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου εἱστήκει (Ζαχαρίας, κεφ. Γ΄, 5, Παλαιά Διαθήκη, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα)
- (χορός) αρκαδικός χορός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κίδαρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.