τουρμπάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τουρμπάνι | τα | τουρμπάνια |
γενική | του | τουρμπανιού | των | τουρμπανιών |
αιτιατική | το | τουρμπάνι | τα | τουρμπάνια |
κλητική | τουρμπάνι | τουρμπάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρμπάνι ουδέτερο
- λωρίδα λεπτού υφάσματος που τυλίγουν μουσουλμάνοι γύρω από το κεφάλι τους
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τουρμπάνι στη Βικιπαίδεια