σαρίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαρίκι | τα | σαρίκια |
γενική | του | σαρικιού | των | σαρικιών |
αιτιατική | το | σαρίκι | τα | σαρίκια |
κλητική | σαρίκι | σαρίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαρίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sarık[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαρίκι ουδέτερο
- (γενικότερα) υφασμάτινο κάλυμμα της κεφαλής ανδρών με μορφή λωρίδας που τυλίγεται το οποίο απαντά κατά κανόνα στους Άραβες και σε λαούς της ανατολής (όπως λ.χ. οι Ινδοί)
- (ειδικότερα) λεπτό και λευκό ύφασμα που τυλίγουν γύρω από το φέσι τους οι μουσουλμάνοι ιερείς ή αξιωματούχοι[1]
- (ειδικότερα) μαύρο η άσπρο παραδοσιακό κρητικό μαντίλι με το οποίο τύλιγαν το κρητικό φεσάκι ή το έριχναν στους ώμους
- (ναυτικός όρος, παρωχημένο, σπάνιο) το ξαρτόδεμα[2]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 σαρίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Βλ. «επιτονόδεσμος» στο: Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (ήτοι καθαρευούσης και δημώδους) τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1908), σ. 1367. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη «Ανέμη»· πρόσβαση: 2021-01-25.