ξαρτόδεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαρτόδεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξαρτόδεμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, παρωχημένο, σπάνιο) ο κόμπος που χρησιμοποιείται για την επανένωση των δυο τμημάτων ενός ξαρτιού (ή και άλλου σχοινιού) πλοίου που έχει κοπεί
Συνώνυμα
επεξεργασία- επιτονόδεσμος (λόγιο)
- ξαρτόκομπος
- σαρίκι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξαρτόδεμα
Πηγές
επεξεργασία- Βλ. «επιτονόδεσμος», στο: Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1172· το λ. «ξαρτόδεμα» (σ. 2153) ανακατευθύνει στο πρώτο.
- Βλ. «επιτονόδεσμος», στο: Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (ήτοι καθαρευούσης και δημώδους) τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1908), σ. 1367. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη «Ανέμη»· πρόσβαση: 2021-01-25.