φεσάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φεσάκι | τα | φεσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φεσάκι | τα | φεσάκια |
κλητική | φεσάκι | φεσάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φεσάκι < φέσι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φεσάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του φέσι
Μεταφράσεις επεξεργασία
φεσάκι
|