Δείτε επίσης: εβραίος, Ἑβραῖος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εβραίος οι Εβραίοι
      γενική του Εβραίου των Εβραίων
    αιτιατική τον Εβραίο τους Εβραίους
     κλητική Εβραίε Εβραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Εβραίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἑβραῖος[1] < εβραϊκή עברי (ivrí). Συγκρίνετε με το Οβριός
  • ο όρος δεν απαντάται σε κανένα ιστορικό κείμενο, παρά μόνο στην Αγία Γραφή
  • η προέλευση του ονόματος πιθανολογείται, από πολλούς μελετητές, από τον πατριάρχη Έβερ, δισέγγονο του Νώε και πρόγονο του Αβραάμ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈvɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐βραί‐ος
ομόηχο: ευρέως

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Εβραίος αρσενικό (θηλυκό Εβραία & σπάνιο Εβραίισσα)

  1. ο πιστός της ιουδαϊκής θρησκείας
     συνώνυμα: Ιουδαίος
  2. (εθνικό όνομα) ο προερχόμενος από το έθνος των Εβραίων
     συνώνυμα: Ισραηλίτης
  3. (μεταφορικά) τσιγκούνης, φιλάργυρος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη τσιγκούνης

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία