ιουδαϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιουδαϊσμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἰουδαϊσμός[1] < Ἰουδαῖος, Ἰουδα- + -ισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.u.ða.iˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ου‐δα‐ϊ‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιουδαϊσμός αρσενικό
- (θρησκεία) η μονοθεϊστική θρησκεία των Ιουδαίων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιουδαϊσμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιουδαϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας