Δείτε επίσης: Ἰουδαῖος, ιουδαίος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ιουδαίος οι Ιουδαίοι
      γενική του Ιουδαίου των Ιουδαίων
    αιτιατική τον Ιουδαίο τους Ιουδαίους
     κλητική Ιουδαίε Ιουδαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Ιουδαίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἰουδαῖος [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /i.uˈðe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ου‐δαίο‐ος

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Ιουδαίος αρσενικό (θηλυκό Ιουδαία)

  1. (εθνικό όνομα, στην αρχαιότητα) αυτός που ανήκε στο εβραϊκό έθνος, ιδιαίτερα ο πολίτης του βασιλείου του Ιούδα σε αντίθεση με τους Σαμαρείτες
  2. ο πιστός του ιουδαϊσμού

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία