• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Ισραηλίτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ισραηλίτης

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ισραηλίτης οι Ισραηλίτες
      γενική του Ισραηλίτη των Ισραηλιτών
    αιτιατική τον Ισραηλίτη τους Ισραηλίτες
     κλητική Ισραηλίτη Ισραηλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ισραηλίτης < Ισραήλ + -ίτης

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ισραηλίτης αρσενικό (θηλυκό Ισραηλίτισσα)

  1. (εθνικό όνομα) απόγονος του Ισραήλ
  2. αυτός που ανήκει στην εβραϊκή κοινότητα και θρησκεία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Ισραήλ
  • Ισραηλινός και Ισραηλινή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    Ισραηλίτης
  • αγγλικά : Israelite (en)
  • γαλλικά : Israélite (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Ισραηλίτης&oldid=7111617"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:45

Γλώσσες

    • Magyar
    • Kurdî
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας