περιπλανώμενος Ιουδαίος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπλανώμενος Ιουδαίος < από τη θρυλούμενη μεσαιωνική ιστορία για τον Ἀχασβῆρο (ή Ἀχασβερό) που καταδικάστηκε να τριγυρνάει άσκοπα μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

περιπλανώμενος Ιουδαίος αρσενικό

  1. (ειρωνικό) που γυρνάει συνέχεια χωρίς να φαίνεται να έχει σκοπό να εγκατασταθεί κάπου
  2. (ειδικότερα), (ειρωνικό) που δεν έχει μόνιμη θέση, γραφείο ή κρεβάτι και πηγαίνει σε όποιο τυχαίνει να είναι ελεύθερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία