Σαμαρείτης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Σαμαρείτης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Σαμαρείτης αρσενικό (θηλυκό Σαμαρείτισσα)
- (εθνικό όνομα, ιστορία) αυτός που καταγόταν από τη Σαμάρεια
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Σαμαρείτης
|