Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σαμαρείτισσα οι Σαμαρείτισσες
      γενική της Σαμαρείτισσας των Σαμαρειτισσών
    αιτιατική τη Σαμαρείτισσα τις Σαμαρείτισσες
     κλητική Σαμαρείτισσα Σαμαρείτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαμαρείτισσα < Σαμαρείτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαμαρείτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σαμαρείτης