Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοθεϊστικός η μονοθεϊστική το μονοθεϊστικό
      γενική του μονοθεϊστικού της μονοθεϊστικής του μονοθεϊστικού
    αιτιατική τον μονοθεϊστικό τη μονοθεϊστική το μονοθεϊστικό
     κλητική μονοθεϊστικέ μονοθεϊστική μονοθεϊστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοθεϊστικοί οι μονοθεϊστικές τα μονοθεϊστικά
      γενική των μονοθεϊστικών των μονοθεϊστικών των μονοθεϊστικών
    αιτιατική τους μονοθεϊστικούς τις μονοθεϊστικές τα μονοθεϊστικά
     κλητική μονοθεϊστικοί μονοθεϊστικές μονοθεϊστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοθεϊστικός (μαρτυρείται από το 1885)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monothéistique < monothéiste < monothéisme < μονοθεϊστ(ής) + -ικός[2]

  Επίθετο επεξεργασία

μονοθεϊστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 668, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. μονοθεϊστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας