Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
monothéiste monothéistes

monothéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μονοθεϊστής - μονοθεΐστρια

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
monothéiste monothéistes

monothéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μονοθεϊστικός