Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοθεϊστής οι μονοθεϊστές
      γενική του μονοθεϊστή των μονοθεϊστών
    αιτιατική τον μονοθεϊστή τους μονοθεϊστές
     κλητική μονοθεϊστή μονοθεϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοθεϊστής (μαρτυρείται από το 1871)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monothéiste < monothéisme < αρχαία ελληνική μόνος + θε(ός) + -ιστής[2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοθεϊστής αρσενικό (θηλυκό μονοθεΐστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 668, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. μονοθεϊστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας