μονοθεΐστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοθεΐστρια < μονοθεϊστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοθεΐστρια θηλυκό
- (θρησκεία) θηλυκό του μονοθεϊστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοθεΐστρια
|
μονοθεΐστρια θηλυκό
|