Οβριός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οβριός | οι | Οβριοί |
γενική | του | Οβριού | των | Οβριών |
αιτιατική | τον | Οβριό | τους | Οβριούς |
κλητική | Οβριέ | Οβριοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οβριός < Οβραίος με συνίζηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ὀβραῖος < ελληνιστική κοινή Ἑβραῖος[1] Συγκρίνετε με το Εβραίος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈvɾi̯os/ & /oˈvɾʝos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ο‐βριός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟβριός αρσενικό (θηλυκό Οβριά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Οβριός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Οβριός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας