↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εβραιολόγος οι εβραιολόγοι
      γενική του/της εβραιολόγου των εβραιολόγων
    αιτιατική τον/την εβραιολόγο τους/τις εβραιολόγους
     κλητική εβραιολόγε εβραιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εβραιολόγος < Εβραί(ος) + -ο- + -λόγος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.vɾe.oˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐βραι‐ο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εβραιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία