εβραϊστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εβραϊστής < (εβραϊσμός, εβραΐζω) εβραϊσ-+ -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hébraïste > hébraïsme (εβραϊσμός)< → δείτε αρχαία ελληνική Ἑβραῖος [1] (μαρτυρείται από το 1848), καθαρεύουσα «Ἑβραϊσταί», πληθυντικός στον Κουμανούδη [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vɾa.iˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐βρα‐ϊ‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεβραϊστής αρσενικό (θηλυκό εβραΐστρια)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «εβραίος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σελ. 317, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου