ευρέως
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευρέως < ευρύς
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ευρέως, συγκριτικός ευρύτερα, υπερθετικός ευρύτατα
- σε μεγάλη έκταση, πλατιά
- μια ευρέως διαδεδομένη άποψη
ευρέως, συγκριτικός ευρύτερα, υπερθετικός ευρύτατα