εὐρύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | εὐρῠ́ς | ἡ | εὐρεῖᾰ ιωνικός εὐρέᾰ αιολικός εὔρηα |
τὸ | εὐρῠ́ |
γενική | τοῦ | εὐρέος | τῆς | εὐρείᾱς | τοῦ | εὐρέος |
δοτική | τῷ | (εὐρέϊ) εὐρεῖ | τῇ | εὐρείᾳ | τῷ | (εὐρέϊ) εὐρεῖ |
αιτιατική | τὸν | εὐρῠ́ν | τὴν | εὐρεῖᾰν | τὸ | εὐρῠ́ |
κλητική ὦ! | εὐρῠ́ | εὐρεῖᾰ | εὐρῠ́ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | (εὐρέες) εὐρεῖς | αἱ | εὐρεῖαι | τὰ | εὐρέᾰ |
γενική | τῶν | εὐρέων | τῶν | εὐρειῶν | τῶν | εὐρέων |
δοτική | τοῖς | εὐρέσῐ(ν) | ταῖς | εὐρείαις | τοῖς | εὐρέσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | εὐρεῖς | τὰς | εὐρείᾱς | τὰ | εὐρέᾰ |
κλητική ὦ! | (εὐρέες) εὐρεῖς | εὐρεῖαι | εὐρέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐρέε (εὐρεῖ) | τὼ | εὐρείᾱ | τὼ | εὐρέε (εὐρεῖ) |
γεν-δοτ | τοῖν | εὐρέοιν | τοῖν | εὐρείαιν | τοῖν | εὐρέοιν |
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). Και επική αιτιατική ενικού και εὐρέα | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐρύς < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαεὐρύς
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀνεύρυνσις
- ἀνεύρυσμα
- εὖρος
- εὐρυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα εὐρυ- στο Βικιλεξικό επίσης, ανδρικά & γυναικεία ονόματα
- εὐρύνω & σύνθετα όπως
- ἰσοευρύς
Πηγές
επεξεργασία- εὐρύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐρύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.