χαχαμίκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεβραϊκή חכם (khakhám, σοφός, ραβίνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαχαμίκος αρσενικό
- (μειωτικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του χαχάμης
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαχαμίκος
|
εβραϊκή חכם (khakhám, σοφός, ραβίνος)
χαχαμίκος αρσενικό
|