χαχάμης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαχάμης | οι | χαχάμηδες |
γενική | του | χαχάμη | των | χαχάμηδων |
αιτιατική | τον | χαχάμη | τους | χαχάμηδες |
κλητική | χαχάμη | χαχάμηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαχάμης < τουρκική haham (ραβίνος) < οθωμανική τουρκική خاخام < εβραϊκή חכם (khakhám, σοφός, ραβίνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαχάμης αρσενικό