ραβίνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ραβίνος | οι | ραβίνοι |
γενική | του | ραβίνου | των | ραβίνων |
αιτιατική | τον | ραβίνο | τους | ραβίνους |
κλητική | ραβίνε | ραβίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβίνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβίνος αρσενικό
- (ιουδαϊσμός) ιερέας - λειτουργός στους Εβραίους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ραβίνος στη Βικιπαίδεια