ραββίνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ραββίνος | οι | ραββίνοι |
γενική | του | ραββίνου | των | ραββίνων |
αιτιατική | τον | ραββίνο | τους | ραββίνους |
κλητική | ραββίνε | ραββίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραββίνος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραββίνος αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του ραβίνος