ραβί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραβί < ελληνιστική κοινή ῥαββί < αρχαία εβραϊκή רבי (rabbi) (rebbe "κύριος, δάσκαλος" + -i "μου")
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαραβί αρσενικό άκλιτο
- (ιουδαϊσμός) εβραίος ερμηνευτής του νόμου