ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσείμων τὸ δυσεῖμον
      γενική τοῦ/τῆς δυσείμονος τοῦ δυσείμονος
      δοτική τῷ/τῇ δυσείμον τῷ δυσείμον
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσείμον τὸ δυσεῖμον
     κλητική ! δυσεῖμον δυσεῖμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσείμονες τὰ δυσείμον
      γενική τῶν δυσειμόνων τῶν δυσειμόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσείμοσῐ(ν) τοῖς δυσείμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσείμονᾰς τὰ δυσείμον
     κλητική ! δυσείμονες δυσείμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσείμονε τὼ δυσείμονε
      γεν-δοτ τοῖν δυσειμόνοιν τοῖν δυσειμόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσείμων (ελληνιστική κοινή) < δυσ- + -είμων (εἷμ(α) (ρούχο) + -ων)

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσείμων, -ων, ον (ελληνιστική κοινή)

  • κακοντυμένος
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Τὶς ὁ σωζόμενος πλούσιος;, 33.5, (33.5-33.6) @catholiclibrary.org
    πᾶσιν ἄνοιξον τὰ σπλάγχνα τοῖς τοῦ θεοῦ μαθηταῖς ἀπογεγραμμένοις, μὴ πρὸς σῶμα ἀπιδὼν ὑπερόπτως, μὴ πρὸς ἡλικίαν ἀμελῶς διατεθείς, μηδ' εἴ τις ἀκτήμων ἢ δυσείμων ἢ δυσειδὴς ἢ ἀσθενὴς φαίνεται, πρὸς τοῦτο τῇ ψυχῇ δυσχεράνῃς καὶ ἀποστραφῇς.
    ※  4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος μδ΄. Εἰς τὴν καινὴν Κυριακήν, 9
    Σήμερον οἰνοπότης, αὔριον ὑδροπότης. Σήμερον κατασπαταλῶν ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων, καὶ τὰ πρῶτα μύρα χριόμενος, αὔριον χαμεύνης καὶ ἄγρυπνος· ἀντὶ γελοιαστοῦ, σύννους· ἀντὶ καλλωπιστοῦ, δυσείμων· ἀντὶ γαύρου καὶ ἀλαζόνος, εὐτελὴς τὸ φαινόμενον· ἀντὶ χρυσορόφου, στενόχωρος· κάτω νεύων, ἀντὶ ὑψαύχενος.
     συνώνυμα: δυσείματος
     αντώνυμα: καλλωπιστής

Συγγενικά

επεξεργασία