Δείτε επίσης: νεόπλυτος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεόπλουτος η νεόπλουτη το νεόπλουτο
      γενική του νεόπλουτου της νεόπλουτης του νεόπλουτου
    αιτιατική τον νεόπλουτο τη νεόπλουτη το νεόπλουτο
     κλητική νεόπλουτε νεόπλουτη νεόπλουτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεόπλουτοι οι νεόπλουτες τα νεόπλουτα
      γενική των νεόπλουτων των νεόπλουτων των νεόπλουτων
    αιτιατική τους νεόπλουτους τις νεόπλουτες τα νεόπλουτα
     κλητική νεόπλουτοι νεόπλουτες νεόπλουτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
νεόπλουτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεόπλουτος. Συγχρονικά αναλύεται σε νεό- + πλούτ(ος) + -ος
ΔΦΑ : /neˈo.plu.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεόπλουτος

νεόπλουτος, -η, -ο

  1. που έχει αποκτήσει πρόσφατα μεγάλη περιουσία
  2. (μειωτικό) που απόκτησε σε σύντομο διάστημα σημαντικό πλούτο και ανέβηκε κοινωνικά, χωρίς να αποκτήσει παράλληλα και τους τρόπους συμπεριφοράς της «ανώτερης» κοινωνικά τάξης

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία