νεόπλουτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νεόπλουτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεόπλουτος. Συγχρονικά αναλύεται σε νεό- + πλούτ(ος) + -ος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /neˈo.plu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ό‐πλου‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
νεόπλουτος, -η, -ο
- που έχει αποκτήσει πρόσφατα μεγάλη περιουσία
- (μειωτικό) που απόκτησε σε σύντομο διάστημα σημαντικό πλούτο και ανέβηκε κοινωνικά, χωρίς να αποκτήσει παράλληλα και τους τρόπους συμπεριφοράς της «ανώτερης» κοινωνικά τάξης
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεόπλουτος αρσενικό (θηλυκό νεόπλουτη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- νεόπλουτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νεόπλουτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)