Δείτε επίσης: Νιος, νιός

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

νιος, -α, -ο

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του νέος
      Εδώ (στα τραγούδια του Κάτω κόσμου) η ανάσταση διατυπώνεται μόνο μέσα από το μοτίβο του «αδύνατου», δηλαδή του παντελώς ανέφικτου, «όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νια βλαστάρια / κι όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι». (* εφημερίδα Το Βήμα)

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιος αρσενικό (θηλυκό νια)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη νέος

Αναφορές

επεξεργασία