Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νια οι νιες
      γενική της νιας των νιων
    αιτιατική τη νια τις νιες
     κλητική νια νιες
Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο.
Κατηγορία όπως «νια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νια < θηλυκό του νιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία