ξέρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξέρακας | οι | ξέρακες |
γενική | του | ξέρακα | — | |
αιτιατική | τον | ξέρακα | τους | ξέρακες |
κλητική | ξέρακα | ξέρακες | ||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkse.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξέ‐ρα‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξέρακας αρσενικό
- ξερό δέντρο
- ※ Εδώ (στα τραγούδια του Κάτω κόσμου) η ανάσταση διατυπώνεται μόνο μέσα από το μοτίβο του «αδύνατου», δηλαδή του παντελώς ανέφικτου, «όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νια βλαστάρια / κι όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι». (εφημερίδα Το Βήμα)
- ξερός τόπος
Συγγενικά
επεξεργασία- ξερακιανός
- → και δείτε τη λέξη ξερός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξέρακας
|