πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξέρακας οι ξέρακες
      γενική του ξέρακα
    αιτιατική τον ξέρακα τους ξέρακες
     κλητική ξέρακα ξέρακες
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέρακας < ξερ(ός) + -ακας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξέρακας αρσενικό

  1. ξερό δέντρο
      Εδώ (στα τραγούδια του Κάτω κόσμου) η ανάσταση διατυπώνεται μόνο μέσα από το μοτίβο του «αδύνατου», δηλαδή του παντελώς ανέφικτου, «όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νια βλαστάρια / κι όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι». (εφημερίδα Το Βήμα)
  2. ξερός τόπος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία