ξέρακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξέρακας | οι | ξέρακες |
γενική | του | ξέρακα | — | |
αιτιατική | τον | ξέρακα | τους | ξέρακες |
κλητική | ξέρακα | ξέρακες | ||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkse.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξέ‐ρα‐κας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξέρακας αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- ξερακιανός
- → και δείτε τη λέξη ξερός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξέρακας
|