↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοπλυμένος η καλοπλυμένη το καλοπλυμένο
      γενική του καλοπλυμένου της καλοπλυμένης του καλοπλυμένου
    αιτιατική τον καλοπλυμένο την καλοπλυμένη το καλοπλυμένο
     κλητική καλοπλυμένε καλοπλυμένη καλοπλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοπλυμένοι οι καλοπλυμένες τα καλοπλυμένα
      γενική των καλοπλυμένων των καλοπλυμένων των καλοπλυμένων
    αιτιατική τους καλοπλυμένους τις καλοπλυμένες τα καλοπλυμένα
     κλητική καλοπλυμένοι καλοπλυμένες καλοπλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοπλυμένος < καλο- και πλυμένος

καλοπλυμένος

  1. για ρούχο που είναι πλυμένο καλά
    Ο λεκές είναι ακόμα εκεί που ήτανε. Σαν να μην είναι καλοπλυμένα τα ρούχα.
  2. για άνθρωπο που είναι καλά πλυμένος
    Στο γιατρό πρέπει να πας καλοπλυμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία