καλοπλυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακαλοπλυμένος
- για ρούχο που είναι πλυμένο καλά
- Ο λεκές είναι ακόμα εκεί που ήτανε. Σαν να μην είναι καλοπλυμένα τα ρούχα.
- για άνθρωπο που είναι καλά πλυμένος
- Στο γιατρό πρέπει να πας καλοπλυμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοπλυμένος
|