σπαστρεύω
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπαστρεύω < *σπαρτ(εύω) (καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο) με επανάληψη του [s] της πρώτης συλλαβής[1] και αντιμετάθεση των ⟨-ρτ-⟩ > ⟨-τρ-⟩ < αρχαία ελληνική σπάρτον[2] + -εύω. Δε σχετίζεται με τη ρίζα της λέξης σπαρτός, σπείρω [3]
Ρήμα
επεξεργασίασπαστρεύω
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παστρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «παστρεύω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «σπάρτο», «σπαρτός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .