Δείτε επίσης: σπαρτό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπάρτο τα σπάρτα
      γενική του σπάρτου των σπάρτων
    αιτιατική το σπάρτο τα σπάρτα
     κλητική σπάρτο σπάρτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σπάρτο

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπάρτο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπάρτον. Δε σχετίζεται με τη ρίζα της λέξης για το σπαρτός, σπείρω [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈspaɾ.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπάρ‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπάρτο ουδέτερο

  • (βοτανική, λουλούδι) θάμνος (αγγειόσπερμο δικοτυλήδονο φυτό, που ανήκει στην τάξη των Κυαμωδών και στην οικογένεια των Χεδρωπών ή Κυαμοειδών όπως το Spartium junceum, Σπάρτιον το βουρλοειδές) με μακριά λεπτά κλωνάρια, από τα οποία πλέκουν διάφορα αντικείμενα και αρωματικά άνθη κίτρινου χρώματος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «σπάρτο», «σπαρτός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.