κτενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακτενίζω
Ετυμολογία
επεξεργασία- κτενίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακτενίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κτενίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτενίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακτενίζω
- χτενίζω άλογα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 1174 (1173-1175)
- ἡμεῖς μὲν ἀκτῆς κυμοδέγμονος πέλας | ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας | κλαίοντες·
- Κοντά στο κυματόδαρτο ακρογιάλι, | με την ξύστρα, τις χαίτες των αλόγων | χτενίζαμε και κλαίγαμε,
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ἡμεῖς μὲν ἀκτῆς κυμοδέγμονος πέλας | ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας | κλαίοντες·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 1174 (1173-1175)
- (στη μέση φωνή) χτενίζω τα μαλλιά μου
- → δείτε παράθεμα στη μετοχή ενεστώτα μέσης φωνής κτενιζόμενος
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀκτένιστος
- κτείς
- κτενίδιον (υποκοριστικό)
- κτένιον (υποκοριστικό)
- κτενίον (υποκοριστικό)
- κτενιοποιός
- κτενισμός
- κτενιστής
- κτενιστικός
- κτενιστός
- κτενοειδής
- κτενοποιός
- κτενοπώλης
- κτενώδης
- κτενωτός
Πηγές
επεξεργασία- κτενίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτενίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.