Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

κτενίζω



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτενίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κτενίζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτενίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κτενίζω

  1. χτενίζω άλογα
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 1174 (1173-1175)
    ἡμεῖς μὲν ἀκτῆς κυμοδέγμονος πέλας | ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας | κλαίοντες·
    Κοντά στο κυματόδαρτο ακρογιάλι, | με την ξύστρα, τις χαίτες των αλόγων | χτενίζαμε και κλαίγαμε,
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  2. (στη μέση φωνή) χτενίζω τα μαλλιά μου
    → δείτε παράθεμα στη μετοχή ενεστώτα μέσης φωνής κτενιζόμενος

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία