κτείς
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κτεν- | |||||
ονομαστική | ὁ | κτείς | οἱ | κτένες | |
γενική | τοῦ | κτενός | τῶν | κτενῶν | |
δοτική | τῷ | κτενῐ́ | τοῖς | κτεσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν | κτένᾰ | τοὺς | κτένᾰς | |
κλητική ὦ! | κτείς | κτένες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτένε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κτενοῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτείς' όπως «κτείς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κτείς < *(π)κτ-εν-ς με σίγηση του αρχικού π, καθώς στα ελληνικά δεν υπάρχει σύμπλεγμ πκτ, με αντέκταση του *-ενς > εις < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα peḱ- (μηδενισμένη βαθμίδα, σημασία: μαδάω, τραβάω βίαια), όπως στο ρήμα πέκω.[1] Συγγενή: λατινική pecten (χτενίζω) → δείτε και τη λέξη pecto
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: κτένα ⇒ νέα ελληνικά: χτένα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κτείς αρσενικό
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
κτεν- κτείς
κτεν- κτείς
Επεξεργασία
- ↑ «χτένα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- κτείς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτείς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.