κτένα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κτένα | οι | κτένες |
γενική | της | κτένας | των | κτενών |
αιτιατική | την | κτένα | τις | κτένες |
κλητική | κτένα | κτένες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό Επεξεργασία
κτένα θηλυκό
- άλλη μορφή του χτένα
Επεξεργασία
- κτενάκι
- κτενάς
- κτένι
- κτενίζω
- κτένισμα
- κτενοποιός
- κτενοπώλης
- → δείτε και τη λέξη χτένα
- → δείτε για επώνυμα το λήμμα Κτενάς
Μεταφράσεις Επεξεργασία
κτένα
|