κτενάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κτενάς | οι | κτενάδες |
γενική | του | κτενά | των | κτενάδων |
αιτιατική | τον | κτενά | τους | κτενάδες |
κλητική | κτενά | κτενάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κτενάς αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει κτένες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- κτενοποιός (λόγιο)
Συγγενικά επεξεργασία
- Κτενάς (επώνυμο & τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κτενάς
|