Δείτε επίσης: κτενίον
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κτένιον τὰ κτένι
      γενική τοῦ κτενίου τῶν κτενίων
      δοτική τῷ κτενί τοῖς κτενίοις
    αιτιατική τὸ κτένιον τὰ κτένι
     κλητική ! κτένιον κτένι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κτενίω
γεν-δοτ τοῖν  κτενίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κτένιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κτείς, κτεν-  + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κτένιον, -ου ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία