κτένιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κτένιον | τὰ | κτένιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κτενίου | τῶν | κτενίων | ||||
δοτική | τῷ | κτενίῳ | τοῖς | κτενίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | κτένιον | τὰ | κτένιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κτένιον | κτένιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτενίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κτενίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κτένιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κτείς, κτεν- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακτένιον, -ου ουδέτερο
- το χτένι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κτένιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.