γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κτενιζόμενος κτενιζομένη τὸ κτενιζόμενον
      γενική τοῦ κτενιζομένου τῆς κτενιζομένης τοῦ κτενιζομένου
      δοτική τῷ κτενιζομέν τῇ κτενιζομέν τῷ κτενιζομέν
    αιτιατική τὸν κτενιζόμενον τὴν κτενιζομένην τὸ κτενιζόμενον
     κλητική ! κτενιζόμενε κτενιζομένη κτενιζόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κτενιζόμενοι αἱ κτενιζόμεναι τὰ κτενιζόμεν
      γενική τῶν κτενιζομένων τῶν κτενιζομένων τῶν κτενιζομένων
      δοτική τοῖς κτενιζομένοις ταῖς κτενιζομέναις τοῖς κτενιζομένοις
    αιτιατική τοὺς κτενιζομένους τὰς κτενιζομένᾱς τὰ κτενιζόμεν
     κλητική ! κτενιζόμενοι κτενιζόμεναι κτενιζόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κτενιζομένω τὼ κτενιζομέν τὼ κτενιζομένω
      γεν-δοτ τοῖν κτενιζομένοιν τοῖν κτενιζομέναιν τοῖν κτενιζομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κτενιζόμενος, -η, -ον