Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παστρικός η παστρική
παστρικιά
το παστρικό
      γενική του παστρικού της παστρικής
παστρικιάς
του παστρικού
    αιτιατική τον παστρικό την παστρική
παστρικιά
το παστρικό
     κλητική παστρικέ παστρική
παστρικιά
παστρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παστρικοί οι παστρικές τα παστρικά
      γενική των παστρικών των παστρικών των παστρικών
    αιτιατική τους παστρικούς τις παστρικές τα παστρικά
     κλητική παστρικοί παστρικές παστρικά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παστρικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παστρικός < πάστρ(α) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.stɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐στρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

παστρικός, -ή / -ιά, -ό

  1. καθαρός
  2. τίμιος
  3. (ειρωνικό) ο αμφιβόλου ηθικής, ανέντιμος
  4. → και δείτε τη λέξη παστρικιά

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία