Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παστρικιά οι παστρικιές
      γενική της παστρικιάς των παστρικιών
    αιτιατική την παστρικιά τις παστρικιές
     κλητική παστρικιά παστρικιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παστρικιά < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου παστρικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.stɾiˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐στρι‐κιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παστρικιά θηλυκό

  1. (παρωχημένο) γυναίκα που έχει μανία με την καθαριότητα, συγυρίστρα
  2. μειωτικό, αρχικά σκωπτικά) η πόρνη

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη παστρεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παστρικιά