συγυρίστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συγυρίστρα θηλυκό
- γυναίκα που συγυρίζει
- Μ' έχετε άξια μόνον για ξεσκονίστρα και συγυρίστρα των βιβλίων! (Γεώργιος Δροσίνης, Έρση, 1922)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγυρίστρα
|