παστρικοί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.stɾiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐στρι‐κοί
- ομόηχο: παστρική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παστρικοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του παστρικός
παστρικοί