αξεπάστρευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξεπάστρευτος < α- στερητικό + ξεπαστρεύ(ω) + -τος < μεσαιωνική ελληνική ξεπαστρεύω < παστρεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kseˈpa.stɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐πά‐στρευ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααξεπάστρευτος, -η, -ο (λαϊκότροπο)
- που δεν έχει ξεπαστρευτεί ή δεν μπορεί να ξεπαστρευτεί
- που δεν έχει ξεκαθαριστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ξεπαστρεύω και πάστρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξεπάστρευτος
|
Πηγές
επεξεργασία- αξεπάστρευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας