Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεπάστρευτος η αξεπάστρευτη το αξεπάστρευτο
      γενική του αξεπάστρευτου της αξεπάστρευτης του αξεπάστρευτου
    αιτιατική τον αξεπάστρευτο την αξεπάστρευτη το αξεπάστρευτο
     κλητική αξεπάστρευτε αξεπάστρευτη αξεπάστρευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεπάστρευτοι οι αξεπάστρευτες τα αξεπάστρευτα
      γενική των αξεπάστρευτων των αξεπάστρευτων των αξεπάστρευτων
    αιτιατική τους αξεπάστρευτους τις αξεπάστρευτες τα αξεπάστρευτα
     κλητική αξεπάστρευτοι αξεπάστρευτες αξεπάστρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξεπάστρευτος < α- στερητικό + ξεπαστρεύ(ω) + -τος < μεσαιωνική ελληνική ξεπαστρεύω < παστρεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kseˈpa.stɾe.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξε‐πά‐στρευ‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξεπάστρευτος, -η, -ο (λαϊκότροπο)

  1. που δεν έχει ξεπαστρευτεί ή δεν μπορεί να ξεπαστρευτεί
     συνώνυμα: ζωντανός
  2. που δεν έχει ξεκαθαριστεί
     συνώνυμα: αξεμπέρδευτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία