Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπαστρεύω < απο- + παστρεύω

  Ρήμα επεξεργασία

αποπαστρεύω, αόρ.: αποπάστρεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αποπαστρεύωΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας