αποπαστρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποπαστρεύω, αόρ.: αποπάστρεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά και μεταφορικά) καθαρίζω τελείως,[1] τελειώνω τέλεια το καθάρισμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παστρεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπαστρεύω | αποπάστρευα | θα αποπαστρεύω | να αποπαστρεύω | αποπαστρεύοντας | |
β' ενικ. | αποπαστρεύεις | αποπάστρευες | θα αποπαστρεύεις | να αποπαστρεύεις | αποπάστρευε | |
γ' ενικ. | αποπαστρεύει | αποπάστρευε | θα αποπαστρεύει | να αποπαστρεύει | ||
α' πληθ. | αποπαστρεύουμε | αποπαστρεύαμε | θα αποπαστρεύουμε | να αποπαστρεύουμε | ||
β' πληθ. | αποπαστρεύετε | αποπαστρεύατε | θα αποπαστρεύετε | να αποπαστρεύετε | αποπαστρεύετε | |
γ' πληθ. | αποπαστρεύουν(ε) | αποπάστρευαν αποπαστρεύαν(ε) |
θα αποπαστρεύουν(ε) | να αποπαστρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπάστρεψα | θα αποπαστρέψω | να αποπαστρέψω | αποπαστρέψει | ||
β' ενικ. | αποπάστρεψες | θα αποπαστρέψεις | να αποπαστρέψεις | αποπάστρεψε | ||
γ' ενικ. | αποπάστρεψε | θα αποπαστρέψει | να αποπαστρέψει | |||
α' πληθ. | αποπαστρέψαμε | θα αποπαστρέψουμε | να αποπαστρέψουμε | |||
β' πληθ. | αποπαστρέψατε | θα αποπαστρέψετε | να αποπαστρέψετε | αποπαστρέψτε | ||
γ' πληθ. | αποπάστρεψαν αποπαστρέψαν(ε) |
θα αποπαστρέψουν(ε) | να αποπαστρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποπαστρέψει | είχα αποπαστρέψει | θα έχω αποπαστρέψει | να έχω αποπαστρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αποπαστρέψει | είχες αποπαστρέψει | θα έχεις αποπαστρέψει | να έχεις αποπαστρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αποπαστρέψει | είχε αποπαστρέψει | θα έχει αποπαστρέψει | να έχει αποπαστρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπαστρέψει | είχαμε αποπαστρέψει | θα έχουμε αποπαστρέψει | να έχουμε αποπαστρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αποπαστρέψει | είχατε αποπαστρέψει | θα έχετε αποπαστρέψει | να έχετε αποπαστρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπαστρέψει | είχαν αποπαστρέψει | θα έχουν αποπαστρέψει | να έχουν αποπαστρέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποπαστρεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποπαστρεύω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας