ανομοιωτική αποβολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανομοιωτική αποβολή | οι | ανομοιωτικές αποβολές |
γενική | της | ανομοιωτικής αποβολής | των | ανομοιωτικών αποβολών |
αιτιατική | την | ανομοιωτική αποβολή | τις | ανομοιωτικές αποβολές |
κλητική | ανομοιωτική αποβολή | ανομοιωτικές αποβολές | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανομοιωτικός και αποβολή
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ανομοιωτική αποβολή
- (γλωσσολογία) ανομοίωση με αποβολή του ενός φθόγγου από δύο όμοιους[1]
- στη λέξη πλυσταριό έχουμε ανομοιωτική αποβολή του ⟨ρ⟩ από το θέμα πλύστρ(α) > * πλυστρ-αριό > πλυσταριό
- ενώ στη λέξη αβάφτιστος < αβάπτιστος έχουμε ανομοίωση με αντικατάσταση [pt] > [ft]
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανομοιωτική αποβολή
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανομοιωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας