Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανομοιωτική αποβολή οι ανομοιωτικές αποβολές
      γενική της ανομοιωτικής αποβολής των ανομοιωτικών αποβολών
    αιτιατική την ανομοιωτική αποβολή τις ανομοιωτικές αποβολές
     κλητική ανομοιωτική αποβολή ανομοιωτικές αποβολές
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις ανομοιωτικός και αποβολή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ανομοιωτική αποβολή

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία